ακάθαρτος

ακάθαρτος
-η, -ο (Α ἀκάθαρτος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο βρόμικος, ο λερωμένος
2. (για τον αέρα) ο μολυσμένος
3. ακάθαρτος στην ψυχή, διεφθαρμένος
4. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί
5. (για υγρά ή στερεά) εκείνος που περιέχει ξένες ή περιττές ουσίες, ο ακαθάριστος*
6. (Εκκλ. φρ.) «ακάθαρτον πνεύμα» — ο διάβολος
(ΜΝ) (για ζώα και πτηνά) αυτός που δεν τρώγεται το κρέας του
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καθαρθεί με το βάπτισμα, ο αβάφτιστος (αποδίδεται σε Ιουδαίους και Μωαμεθανούς)
2. (για γυναίκα) εκείνη που βρίσκεται στην περίοδο τής εμμήνου ροής
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει καθαρθεί με ειδική τελετουργία
2. (για τροφές) η απαγορευμένη από τον Μωσαϊκό Νόμο
3. (για γυναίκα) αυτή που παρουσιάζει καθυστέρηση στην εμμηνορρυσία
4. (για συμβάντα) όποιο δεν έχει ξεκαθαρίσει και παραμένει ανεξήγητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + *καθαρτός < καθαίρω.
ΠΑΡ. ακαθαρσία
αρχ.
ἀκαθαρτίζομαι.
ΣΥΝΘ. ακαθαρτοφαγία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκάθαρτος — uncleansed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακάθαρτος — η, ο 1. βρόμικος, ρυπαρός: Η πετσέτα είναι ακάθαρτη. 2. αυτός που δεν είναι αγνός, καθαρός: Ήταν ψυχή πονηρή κι ακάθαρτη. 3. αυτός που δεν απαλλάχτηκε από τις ξένες ουσίες που έχει: Το πετρέλαιο έρχεται στα διυλιστήρια ακάθαρτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαθαρτότερον — ἀκάθαρτος uncleansed adverbial comp ἀκάθαρτος uncleansed masc acc comp sg ἀκάθαρτος uncleansed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρτότατα — ἀκάθαρτος uncleansed adverbial superl ἀκάθαρτος uncleansed neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρτότατον — ἀκάθαρτος uncleansed masc acc superl sg ἀκάθαρτος uncleansed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθάρτως — ἀκάθαρτος uncleansed adverbial ἀκάθαρτος uncleansed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάθαρτον — ἀκάθαρτος uncleansed masc/fem acc sg ἀκάθαρτος uncleansed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρτότερα — ἀκάθαρτος uncleansed neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρτότεραι — ἀκάθαρτος uncleansed fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρτότεροι — ἀκάθαρτος uncleansed masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”